κλαρκία

κλαρκία
η
βοτ. μονοετές διακοσμητικό φυτό τής οικογένειας οναγρίδες, ιθαγενές τής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. clarkia, από το όν. τού Αμερικανού εξερευνητή William Clarke].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”